παραλογισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογισμός — ό, ΝΜΑ [παραλογίζομαι] εσφαλμένος τρόπος τού συλλογίζεσθαι, εσφαλμένος συλλογισμός νεοελλ. μσν. (φιλοσ.) αθέλητη παραβίαση τών νόμων και τών κανόνων τής λογικής που στερεί τον συλλογισμό από κάθε αποδεικτική δύναμη και οδηγεί σε εσφαλμένα… … Dictionary of Greek
παραλογισμοῖν — παραλογισμός masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογισμοῖς — παραλογισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογισμοί — παραλογισμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογισμοῦ — παραλογισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογισμούς — παραλογισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογισμῶ — παραλογισμός masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογισμῶν — παραλογισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογισμῷ — παραλογισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)